Ανθρωπιά (ποίημα) Κέφαλος
Κραυγές και σπαραγμοί
ακούγονται στη διπλανή γωνία.
Βλέμματα θολά, την πίκρα να θυμίζουν
η λάμψη της χαράς έχει πάψει πλέον να χτυπά.
Αντίκρυ μας μπροστά ψυχές απεγνωσμένες,
κι εμείς αδιαφορία.
Γαντζωμένα χέρια ματωμένα,
τα ρούχα μας βαστούν
κι αυτά να ξεγλιστρούν,
σαν σμέρνες πέφτουν στους γκρεμούς.
Την Άνοιξη προσμένουν τις πληγές να τους γιατρέψει.
Ποιά ανθρωπιά οδηγεί σε πόνο;
Ποιά Άνοιξη να συναντήσουν;